- κόπρου
- κόπρονneut gen sgκόπροςexcrementfem gen sgκοπρόωbefoul with dungpres imperat act 2nd sgκοπρόωbefoul with dungimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπροῦ — κοπρίζω dung pres imperat mp 2nd sg (attic) κοπρόω befoul with dung pres imperat mp 2nd sg κοπρόω befoul with dung imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρηγία — κοπρηγία, ἡ (Α) [κοπρηγώ] 1. πάπ. η μεταφορά κόπρου με άμαξα 2. πάπ. σωρός κόπρου … Dictionary of Greek
κοπραγωγός — ό (Α κοπραγωγός, όν) αυτός που χρησιμεύει ως αγωγός κόπρου, που διοχετεύει κόπρο, που μεταφέρει περιττώματα («κοπραγωγὸς γαστήρ», Πλάτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπραγωγά ονομασία τών ήπιων καθαρτικών, όπως είναι λ.χ. το παραφινέλαιο,… … Dictionary of Greek
κοπρηγός — κοπρηγός, όν (Α) 1. πάπ. (για πλοίο) αυτό που μεταφέρει κόπρο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοπρηγόν άμαξα, κάρο για μεταφορά κόπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχ ηγός, στρατ ηγός] … Dictionary of Greek
κοπροβόλος — κοπροβόλος, ον (Α) κατάλληλος για μετακίνηση ή για διασκόρπιση κόπρου («πτύον κοπροβόλον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ βόλος, δορυ βόλος] … Dictionary of Greek
κοπρόρυκτος — κοπρόρυκτος, ον (Α) αυτός που φωλιάζει σε όρυγμα κόπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ὀρύσσω)] … Dictionary of Greek
μυκηθμός — ο (ΑΜ μυκηθμός) 1. η φωνή τών βοοειδών, μούγκρισμα, μουκάνισμα («οἱ δὲ βόες... μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπόκωφη βοή, θόρυβος («ο μυκηθμός τής θάλασσας») αρχ. το βέλασμα τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι + επίθημα… … Dictionary of Greek
νομόνδε — (Α) επίρρ. στη βοσκή, προς το βοσκοτόπι («μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. νομόν τού νομός + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε)] … Dictionary of Greek
υδρεύω — ὑδρεύω, ΝΜΑ (κυρίως μεσ.) υδρεύομαι προμηθεύομαι νερό για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με νερό αρχ. ενεργ. 1. αντλώ ή κουβαλώ, μεταφέρω νερό («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», Ομ. Οδ.) 2. αρδεύω, ποτίζω («δεῑ δ ὑδρεύειν εὖ μάλα κατὰ τῆς… … Dictionary of Greek
χλωρόφυτο — (χλωρόφυτο το εύκομο). Ριζωματώδης πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλωπιστικό φυτό με άφθονα φύλλα, επιμήκη, λογχοειδή, με καμπυλωτή κρεμαστή διαμόρφωση, ανοιχτοπράσινα, που διατρέχονται από λευκοκίτρινες λωρίδες … Dictionary of Greek